- κρίμν'
- κρίμνᾳ , κρεμάννυμιhramjanpres ind mp 2nd sg (attic)κρίμνα , κρίμνονcoarse barley mealneut nom/voc/acc plκρίμνε , κρίμνοςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριμνήστις — κριμνῆστις (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος πλακοῡντος». [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κριμν ήσ τις < *κριμν ήδ τις < κρῖμνον + ήδ τις (< ἔδω «τρώγω»), πρβλ. αλφ ηστής] … Dictionary of Greek
λίμνηστις — λίμνηστις, ήστεως, ἡ (Α) 1. το φυτό κενταύριο το μέγα 2. η λιμνησία,* η αδάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμνηστής < *λιμνηδτής < λίμνη + ηδ τής (< ἔδω «τρώγω»), πρβλ. κριμν ήστις] … Dictionary of Greek